ψυχογιός, ὁ
Ερμηνεία:
[θετός γιός, ο μικρός υπάλληλος ή βοηθός καταστήματος ή επιχείρησης]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ψυχή (ζωική δύναμη, ζωή) + υιός < γιός]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Παρὰ τὴν βρύσιν μᾶς ἔφερεν ὁ ψυχογυιὸς τοῦ Γιαννάκη, ὁἀγωγιάτης, καλάθιον μὲ ....[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|